Γράφει ο Κίμωνας Αλεξανδρόπουλος.

Οκτώβριος. Ξημέρωμα. Βρέχει κι εμένα με βρίσκει στο κατώφλι του σπιτιού μου, με το ένα χέρι να ψάχνω τα κλειδιά, το άλλο να κρατώ σακούλες από σούπερ μάρκετ και το κινητό στο αυτί, για να μου περιγράφει ο κολλητός μου το πόσο μόνος νιώθει τώρα που χώρισε. Γέλασα όταν το άκουσα, γιατί κάποιος κάποτε μου είχε πει ότι είναι ηδονικό να μην είμαστε καλά. Τρομερή ατάκα, ακόμη τη θυμάμαι. Στην στιγμή όμως, μια δεύτερη σκέψη με κυρίευσε.Πόσο μόνοι είμαστε τελικά;

Λίγες ώρες αργότερα, απομονωμένος από τα τιτιβίσματα των πουλιών, έχοντας δυνατή μουσική στα αυτιά από αυτά τα ηλεκτρονικά μαραφέτια, που λένε και οι μεγάλοι, μπαίνω στο μετρό. Κάθομαι και παρατηρώ όλους αυτούς τους ανθρώπους γύρω μου. Άλλοι χαρούμενοι, άλλοι ανέκφραστοι, η διπλανή είχε το νεογέννητο στην αγκαλιά της και δίπλα της πέρναγε ένα κοριτσάκι που παρακαλούσε για λίγη οικονομική βοήθεια. Κάποιοι νέοι, μαθητές μάλλον στο επάγγελμα, είχαν καθυστερήσει στην πρώτη ώρα και ήταν βιαστικοί. Ακριβώς μπροστά μου, ένας γέρος περιέγραφε σε κάποιον άλλον πόσο σημαντικό είναι για αυτόν να προλάβει την τράπεζα για να πάρει τη σύνταξη του.

Στο τέλος της μέρας όμως, όταν τα ρολά των μαγαζιών κατέβουν και ο ήλιος πηγαίνει από ‘κει που ‘ρθε, που πάνε όλοι αυτοί άραγε; Κάποιοι τυχεροί έχουν να πάνε κάπου. Κάποιοι άλλοι, έχουν κι ένα ζεστό πιάτο φαγητό να τους περιμένει. Πολλοί τους ζηλεύουν αυτούς τους τελευταίους. Ακόμα κι αυτοί όμως, πόσο μόνοι αισθάνονται μέσα στην πληρότητά τους;

Το ίδιο βράδυ, αποφασίστηκε να πάμε στο κλασσικό στέκι στο κέντρο, προκειμένου να ανεβάσουμε ψυχολογικά τον φίλο μας. Η νύχτα μας ήπιε στα σκοτάδια της και για λόγους ευγένειας, την κεράσαμε και 'μεις. Το ένα ποτό έφερε το άλλο κι αποχωρήσαμε με γέλια και χαρές. Ένα στενό μακριά από το μαγαζί κι ενώ ο κολλητός μου έσπαγε πιάτα στο μυαλό του κι εξοργισμένος καταριόταν τον έρωτα, ακούστηκε ένας ψίθυρος κάτω από πολλές φθαρμένες και βρώμικες κουβέρτες που παρακαλούσε για λίγη ησυχία. Σταμάτησα, τον κοίταξα και ένα ρίγος διαπέρασε το στομάχι μου. Ήταν η πιο στενάχωρη φωτογραφία που είχαν τραβήξει ποτέ τα μάτια μου. Εγώ θα φύγω τώρα, θα πάω στους γονείς, στα αδέρφια και τον σκύλο μου, σκέφτηκα. Μα αυτός; Πόση μοναξιά χωράει ένας άνθρωπος αναρωτιέμαι; Κι αν όντως αντέχει πολύ, για πόσο την αντέχει;

Η μοναξιά είναι για το πνεύμα ό,τι η δίαιτα για το σώμα, λέει ο Νίτσε. Ο παππούς μου βέβαια έλεγε ότι αν αισθάνεσαι μοναξιά όταν είσαι μόνος, έχεις κακή παρέα. Τι από όλα ισχύει τελικά; Τασσόμαστε υπέρ του Φρίντριχ ή απλά ο παππούς μου είχε βαρεθεί τη μακαρίτισσα τη γιαγιά και βολευόταν στη μοναξιά του; Δηλαδή η μοναξιά είναι θέμα βολέματος; Ή μήπως όντως το να μην είμαστε καλά, είναι ηδονικό; Και αν δεν είσαι μόνος σου από επιλογή, τότε τι γίνεται;

Άνθρωπος που δεν μπορεί να μείνει για λίγο μόνος με τις σκέψεις του, δεν είναι ευτυχισμένος, λέω εγώ. Η αναζήτηση των θετικών πλευρών σε κάθε άσχημη κατάσταση που βιώνουμε, είναι ισάξια με το να βρεις την πόρτα με την επισήμανση «EXIT» σε κτίριο που φλέγεται. Λειτουργεί σαν ασφυξιογόνος μάσκα σε αεροπλάνο που χάνει τις δυνάμεις του και εναποθέτει τις ελπίδες του στην πίστη. Λυτρωτικά δηλαδή. Όλα σχετικά είναι λοιπόν στη ζωή. Και η μοναξιά είναι πολύπλευρη. Με τη μόνη διαφορά ότι εμείς επιλέγουμε τη πλευρά που θα τη ζήσουμε. Γιατί θέλοντας και μη, όλοι μας κάποια στιγμή την έχουμε ή πρόκειται να τη βιώσουμε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Τελικά, υπάρχει και καλή πλευρά της μοναξιάς; Άραγε αρκούν μόνο οι σκέψεις για παρέα;

Μαθαίνεις τον εαυτό σου. Μαθαίνεις να σε αντέχεις. Γιατί ως γνωστόν, αν δεν είσαι καλά με τον ίδιο σου τον εαυτό, αδύνατον στέκεται να είσαι καλά με τον οποιονδήποτε. Εσωτερική αναζήτηση λοιπόν. Είναι ένα παιχνίδι καταπάτησης του υπέρμετρου εγωισμού και αποδοχής των σκοτεινών πλευρών του εαυτού σου. «Παιχνίδι ειλικρίνειας» γράφει απέξω το κουτί και δεν έχει όριο ηλικίας. Έχει μονάχα μια απαίτηση πάνω από όσο βλέπω: «Μόνο για τολμηρούς!».

Είσαι;

Πηγή: neopolis.gr