Η κατεψυγμένη πίτσα όχι ΜΑΖΙ με το σελοφάν στο φούρνοοοοο! ήταν τα κραυγαλέα λόγια του φίλου μου, την πρώτη μέρα της συγκατοίκησής μας.

Και μπορεί αυτή τη στιγμή να αμφιβάλλεις για τους δείκτες νοημοσύνης μου, αλλά πρέπει να υπερασπιστώ τον εαυτό μου:  Δεν είμαι ηλίθια, ούτε έβλεπα για πρώτη φορά φούρνο. Απλά, μοναχοκόρη και μοναχοπαίδι. Ούτε το ποτήρι δεν σήκωνα να το πάω από το τραπέζι στην κουζίνα. Κι ακόμα και τώρα δηλαδή, κάθε φορά που πάω στη μητέρα μου, αμέσως μεταμορφώνομαι σε μια μαλθακή πριγκίπισσα.

Παρά την «ευγενή» καταγωγή μου,  εκείνο το βράδυ παραδέχτηκα πως είναι απαράδεκτο να μην ξέρω ούτε ένα αυγό να βράζω, όχι για το τι θα πουν οι άλλοι, ούτε επειδή «οι γυναίκες πρέπει να ξέρουν να μαγειρεύουν», αλλά κυρίως για λόγους υγείας και οικονομίας. Κάθε μέρα απέξω, δεν το βαστάει ούτε το πορτοφόλι μου, ούτε η κυτταρίτιδά μου.

Ξεκίνησα λοιπόν το ταξίδι μου στον κόσμο της μαγειρικής  και διαπίστωσα πως δεν ήταν και τόσο δύσκολα τα πράγματα.  Κατ’αρχάς, όλη η Ελλάδα μαγειρεύει. Στην τηλεόραση τουλάχιστον. Εκπομπές μαγειρικής, ριάλιτι, παντού υπήρχε μια κατσαρόλα. Έπαιρνα ιδέες λοιπόν.

Έπειτα, απευθύνθηκα στη μεγαλύτερη ανακάλυψη της ανθρωπότητας -μετά το Ponstan. Το Google.  Συνταγές, άγνωστες λέξεις –«ξαλμύρισμα» wtf?????-, ιδέες, εικόνες, blogs με συνεχείς επεξηγήσεις και πολλά πολλά φαγητά.

Last but not least, -δεν θα μπορούσαν άλλωστε- αγαπημένα πρόσωπα. Αυτό, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, το έκανα περισσότερο για τον χαβαλέ, και λιγότερο για τις συμβουλές, γιατί ήξερα πολύ καλά πως οι φίλοι μου είναι τρελοί και οι συγγενείς μου γραφικοί, οπότε τα εντατικά μαθήματα που θα μου έκαναν δεν ξεκίνησαν με τις καλύτερες προδιαγραφές.

Η μαμά. Βοήθεια πρακτική. Το τι προίκα έχω στα κουζινικά, δεν λέγεται. Όλα μου τα κουβάλησε κα τα αράδιασε στο τραπέζι, όπως ο Άγιος Βασίλης τα δώρα. Μίξερ, κατσαρόλες -πολλών ειδών- , ταπεράκια φαγητού, ταπεράκια γλυκού, ταπεράκια φρούτου. Και πολλά άλλα που  μου έμοιαζαν με ιατρικά εργαλεία.  «Επιστήμη τελικά η μαγειρική», σκέφτηκα από μέσα μου και νοστάλγησα την εφηβεία μου που τα είχα όλα στο πιάτο.

Η κρητικιά γιαγιά, ανέλαβε την αυτοπεποίθησή μου. Αποδέχτηκε το γεγονός ότι δεν θα γίνω Μις Κόσμος –παρόλο που αυτό άξιζα, λέει- και ξεκίνησε να μου δίνει οδηγίες για τηγανητά κουνέλια, για χοχλιούς μπουρμπουριστούς και για ξινόχοντρο. «Βρε γιαγιά, δεν τα τρώει αυτά ο χριστιανός, τσάμπα τα μαθαίνω», εγώ, «Καλέ, όλα θα τα φάει από τα χεράκια σου, μα τι χεράκια είναι αυτά! Κι εγώ τέτοια είχα στην ηλικία σου, τότε που με ήθελε ο εφοπλιστής, αλλά εγώ στραβώθηκα και πήρα τον παππού σου» εκείνη, και κάπου εκεί χανόταν η ιδέα του μαθήματος και περνάγαμε στη σφαίρα του σουρεαλισμού.

Στην συγκεκριμένη κατηγορία, πρέπει να προσθέσω πως, εκτός από τις μαγειρικές της ικανότητες, η γιαγιά μου πέρασε και στο DNA την κρητική… ορολογία στην κουζίνα. Δεν λέμε, μαγειρεύω, λέμε ψήνω. Για παράδειγμα, έψησα φασολάκια. Επίσης, τα καλαμάκια και τα κόκαλα, τα λέμε τσίτες. «Θέλω τρεις τσίτες και μια πατάτες ή μου έκατσε μια τσίτα στο λαιμό από το ψάρι». Αυτά, σε περίπτωση που θέλετε να πουλήσετε ιστορία σε κανέναν κρητικό γκόμενο.

Η κολλητή μου. Εκεί κι αν έπεσε γέλιο. Αδυνατισμένη γαρ, το είχε ρίξει στην υγιεινή διατροφή και μου είχε πρήξει τα συκώτια με την νέα μόδα στο φαγητό. «Λοιπόν, Ηλέκτρα, άκου με καλά. Τα προϊόντα που θα βάζεις στο φαγητό σου είναι το παν. Δεν πρέπει να παχύνεις. Once in the lips, always in the hips». Λες και τη μάθαμε χτες τη Χριστίνα, που στην πενθήμερη είχε σε κάθε χέρι από δύο πιτόγυρα!

Το τι μου πρότεινε, δεν λέγεται. Μερικές λέξεις ακουγόντουσαν σαν ταινία του Ταραντίνο. Τα θαυματουργά γκότζι μπέρι, το ιπποφαές, ο πράσινος καφές, τα ζυμαρικά χωρίς γλουτένη, τα blueberries, τα cranberries και πολλά πολλά άλλα. Τα οποία, όπως ισχυρίζεται, μπορείς να τα βάλεις παντού, στη σαλάτα, στο φαγητό, στο πρωινό σου. Εντάξει, δε λέω, απαραίτητη η σωστή διατροφή, αλλά μαύρη ζάχαρη πάνω στο γουρουνόπουλο δεν πάει ρε κοπελιά, πώς να το κάνουμε.

Τελικά, φίλη μου, και έμαθα να μαγειρεύω, και πέρασα όμορφα την… Οδύσσεια μου, γιατί, όπως σε όλα, έτσι και στη μαγειρική, όλα είναι μέσα στο μυαλό!

 

Πάω να βγάλω το παστίτσιο όμως από το φούρνο γιατί θα αρπάξει.