Δεν υπάρχουν, στ’ αλήθεια, πάρα πολλές ταινίες που να αποτελούν κοινό τόπο νοσταλγίας για περισσότερες από μία γενιές, ωστόσο πολλοί gen xers και millennials μοιράζονται ως σημείο αναφοράς τον "Σκαθαροζούμη" (1988) του Τim Burton. Μια ταινία φτιαγμένη στο δικό της ξεχωριστό καλούπι, τρομερά παράξενη ακόμα και για τα τότε δεδομένα, η οποία ακροβατώντας στα όρια του φανταστικού, του μακάβριου και του κωμικού, ξεσήκωσε τη νεανική φαντασία. Παρότι στη συνέχεια μάλλον επισκιάστηκε από άλλες καλλιτεχνικές επιτυχίες του σκηνοθέτη της, ο "Σκαθαροζούμης" διατήρησε αναλλοίωτη επίδραση στο συλλογικό σινεφιλικό υποσυνείδητο. Υπό αυτήν την έννοια, στην εποχή που ευδοκιμεί η ανακύκλωση των IPs έναντι της αυθεντικής δημιουργίας, δεν προξενεί εντύπωση ότι η στοιχειωμένη περιπέτεια του Burton αποκτά καινούργιο κεφάλαιο. Αξίζει τον κόπο, όμως, προτού επικαλεστούμε τρεις φορές το όνομα του σαρδόνιου τελώνιου του τίτλου, να θυμηθούμε πού οφείλεται η διαχρονική γοητεία του πρωτότυπου φιλμ.

Διασκέδαση… μετά θάνατον

Η πλοκή του "Σκαθαροζούμη" εκτυλίσσεται σε πολλαπλά σεναριακά επίπεδα τα οποία αλληλεπιδρούν, γεγονός που αιτιολογεί την πληθωρικότητά του. Σε πρώτη φάση γνωρίζουμε τους Μέιτλαντς, ένα νιόπαντρο ζευγάρι που φτιάχνει το εξοχικό των ονείρων του. Τα σχέδιά τους ανατρέπονται από ένα ατύχημα που τους στερεί τη ζωή, αλλά τους δίνει την ευκαιρία να επιστρέψουν ως φαντάσματα στο σπίτι το οποίο, όντας άδειο πλέον, πωλείται στην εύπορη οικογένεια Ντιτζ. Εάν θέλουν να διώξουν τους νέους ενοίκους, οι Μέιτλαντς πρέπει να βρουν τρόπο να τους τρομάξουν για τα καλά, αποστολή στην οποία προσφέρεται να τους βοηθήσει ο παμπόνηρος Σκαθαροζούμης: ένας αχρείος "βιο-εξορκιστής", που φιλοδοξεί να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία ώστε να προκαλέσει χάος στον κόσμο των θνητών.

Με εξαίρεση τις μικρού μήκους και τα βιντεοκλίπ που είχε σκηνοθετήσει μέχρι τότε, ο Burton δεν είχε επιδείξει ακόμη, στο ευρύ κοινό, την ικανότητά του να θίγει μεταξύ σοβαρού κι αστείου σκοτεινές θεματικές όπως η μετά θάνατον ζωή. Αλλά ούτε και είχε αναπτύξει πλήρως το νεο-γοτθικό στιλ του, ένα κράμα ρομαντισμού, σκοτεινών χαρακτήρων και χειροποίητης αισθητικής με αρκετά δάνεια από το σινεμά του φανταστικού, τα horror και τα b-movies. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η μοναδική πλήρης κινηματογραφική δουλειά του Αμερικανού ήταν η εμπορικά επιτυχημένη και μαζικής απήχησης slapstick κωμωδία "Pee-wee's Big Adventure" (1985), η οποία επισφράγισε το μύθο του Πι-γουί Χέρμαν, του ατζαμή ήρωα με τον οποίο ταυτίστηκε ο Paul Reubens, γεμίζοντας ασφυκτικά τα θέατρα προτού περάσει στη μεγάλη οθόνη. Έτσι, ο "Σκαθαροζούμης" δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια πρόταση που μπορούσε, τότε, να γίνει εύκολα κατανοητή από τους παραγωγούς. Μάλιστα, απορρίφθηκε ως "σκετή μ*****α" από έναν υψηλά ιστάμενο της Universal, προτού το σενάριο αγοραστεί από την Geffen, η οποία είδε να μπαίνουν στα ταμεία της πάνω από 74 εκατομμύρια δολάρια, έχοντας ξοδέψει μόλις 15 εκατ.

Διαβάστε περισσότερα στο athinorama.gr