Το 70,8% των μητέρων ατόμων που πάσχουν από κάποια διαταραχή πρόσληψης τροφής παρουσιάζει από ήπια έως πολύ σοβαρά συμπτώματα κατάθλιψης, ενώ περίπου 1 στους 3 πατέρες γίνεται άθελά του επικριτικός απέναντι στο παιδί του.
Αυτά είναι μόνο κάποια από τα αποτελέσματα που προέκυψαν από πρόσφατη έρευνα-την πρώτη ανάλογη που πραγματοποιείται στην Ελλάδα και παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου για τις Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής που διοργάνωσε ο Σύλλογος «Επιστρέφω».
Υπεύθυνη για τη διεξαγωγή της, η Δρ. Μαρία Τσιάκα Διευθύντρια του Ελληνικού Κέντρου Διατροφικών Διαταραχών και η Έλενα Διέτη, υπεύθυνη έρευνας του Κέντρου, σε συνεργασία με τις καθηγήτριες Ρένα Κωστή και Φωτεινή Μπονώτη από το Τμήμα Διαιτολογίας και Διατροφολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Πρόκειται για την πρώτη από μια σειρά συνεργειών, καθώς πρόσφατα η Δρ. Τσιάκα έγινε επιστημονική συνεργάτης του συγκεκριμένου τμήματος.
Σκοπός της έρευνας ήταν να διερευνηθεί:
- Ο ψυχολογικός αντίκτυπος που έχουν οι διατροφικές διαταραχές σε γονείς-μητέρες και πατέρες-ατόμων που νοσούν.
- Η στάση τους (κριτική-υπερεμπλοκή ή υπερπροστατευτικότητα) απέναντι στον ασθενή.
- Η σύνδεση των παραπάνω και πώς οι γονείς εγκλωβίζονται στον φαύλο κύκλο της νόσου.
Το δείγμα
Πρόκειται για ποσοτική έρευνα, σε 81 γονείς (48 μητέρες και 33 πατέρες) ατόμων με διάγνωση διατροφικής διαταραχής.
Το παραπάνω δείγμα αντιστοιχεί σε 49 ασθενείς, εκ των οποίων 91,8% γυναίκες και 8,2% άντρες, με μέσο όρο ηλικίας τα 19,42 έτη. Το 51% έχει διαγνωστεί με Νευρική Ανορεξία περιοριστικού τύπου, το 36,7% με Νευρική Ανορεξία βουλιμικού/ εκκαθαριστικού τύπου, το 2% με άτυπη νευρική ανορεξία, το 6,1% με νευρική βουλιμία και το 4,1% με Διαταραχή Επεισοδιακής Υπερφαγίας. Ο μέσος όρος στην ασθένεια ήταν 4 έτη και 3 μήνες-δηλαδή πρόκειται για χρόνιους ασθενείς.
Αποτελέσματα
Σχετικά με τον ψυχολογικό αντίκτυπο που έχουν οι διατροφικές διαταραχές σε μητέρες και πατέρες ατόμων που νοσούν φάνηκε ότι:
To 70,8% από τις μητέρες δήλωσαν ότι παρουσιάζουν από ήπια ως πολύ σοβαρά συμπτώματα κατάθλιψης, το 50% άγχους και 62.5% στρες, ενώ αντίστοιχα στους πατέρες τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 36.4% (κατάθλιψη), 28.3% (άγχος) και το 31.3% (στρες).
Ως προς τη στάση που κρατούν οι γονείς απέναντι στον νοσούντα, σημειώθηκαν πολύ υψηλά ποσοστά υπερεμπλοκής και υπερπροστατευτικότητας. Συγκεκριμένα, το 72.9% από τις μητέρες που ερωτήθηκαν λειτουργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, με το αντίστοιχο ποσοστό στην περίπτωση των πατέρων να είναι 57,5%.
Το 54,2% από τις μητέρες δήλωσε ότι επιδεικνύει επικριτική στάση απέναντι στο παιδί, ενώ το 51,5% ήταν το αντίστοιχο ποσοστό για τους πατέρες.
Συμπεράσματα
Από την έρευνα προέκυψε ότι οι γονείς, τόσο οι μητέρες όσο και οι πατέρες, σε πολύ υψηλό ποσοστό, καταφεύγουν σε συμβιβαστικές συμπεριφορές. Βιώνουν άγχος, ενοχή και ανησυχία για τον ασθενή και προσπαθούν ν’ αποφύγουν οτιδήποτε θεωρούν πως θα τον επιβαρύνει. Κάπως έτσι, καταλήγουν να ακολουθούν τους κανόνες και τα αιτήματά του. Για παράδειγμα, περπατούν μαζί του χιλιόμετρα, αγοράζουν μόνο τα «σωστά» δημητριακά κτλ.
Έχει φανεί ότι παρόμοιες συμπεριφορές σχετίζεται με μεγαλύτερη διάρκεια της ασθένειας αλλά και μεγαλύτερη επιβάρυνση των φροντιστών.
Από την άλλη, ο γονιός που λειτουργεί με υπερπροστατευτικότητα κατακλύζεται από υψηλό άγχος για τον ασθενή, εξαιτίας του φόβου ότι θα πεθάνει ή ότι εκείνος θα πει το λάθος πράγμα και θα τα κάνει όλα χειρότερα. Έτσι, αποφεύγει οποιαδήποτε πιθανή αναστάτωση ή άγχος, προσπαθώντας συνεχώς να ικανοποιήσει όλες τις απαιτήσεις, είτε αυτές είναι λογικές είτε παράλογες προερχόμενες από τη διατροφική διαταραχή. Αναπόφευκτα λοιπόν υιοθετεί μη βοηθητικές συμπεριφορές και γίνεται υπερβολικά υποστηρικτικός προς στην ίδια την ασθένεια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην αφήνει χώρο στον ασθενή να αντιληφθεί το κόστος του να παραμένει στη νόσο.
Ο γονιός που έχει κριτική στάση συχνά κάνει επικριτικά σχόλια και γίνεται εχθρικός προς τον ασθενή στην προσπάθειά του να ελέγξει τη νόσο. Δίνει συμβουλές και επιχειρηματολογεί. Λόγω του υψηλού άγχους για την υγεία του ασθενή, προσπαθεί ν’ ανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης του παιδιού του και να βάλει τα πράγματα σε σειρά. Τελικά, χάνει την ψυχραιμία του -πολλές φορές δεν μιλάει ο ασθενής αλλά η ασθένεια- και θεωρεί υπεύθυνο το παιδί για τη νόσο. Άλλες φορές, επιστρατεύει λογικά επιχειρήματα, πιστεύοντας ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα αναχαιτιστεί η νόσος. Μια ακόμη μη βοηθητική συμπεριφορά από την οποία η μόνη κερδισμένη είναι η νόσος.
Ένα επιπλέον ενδιαφέρον εύρημα, το οποίο αφορά τους πατέρες είναι ότι όσο υψηλοτέρα επίπεδά στρες έχουν, τόσο περισσότερο υιοθετούν επικριτική αλλά και υπερπροστατευτική στάση.
Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαιώνουν και υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα εμπλοκής των γονιών στη διαχείριση και θεραπεία. Οι οικογένειες είναι μέρος της λύσης, όχι το πρόβλημα. Είναι τα μάτια των θεραπευτών στο σπίτι. Χωρίς την εμπλοκή τους, οι πιθανότητες ίασης μειώνονται δραματικά.
Οι διαπροσωπικοί παράγοντες, όπως το άγχος, το στρες, τα καταθλιπτικά συμπτώματα των γονιών ενισχύουν την υπερπροστατευτικότητα και την επικριτική στάση, και σε συνδυασμό με τις συμβιβαστικές συμπεριφορές μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της νόσου. Είναι βέβαιο ότι η εκπαίδευση των γονιών θα μειώσει τις δυσκολίες και θα τους ενδυναμώσει έναντι στην ασθένεια.