Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης Ρον Χάουαρντ, μετά το ντοκιμαντέρ «The Beatles: Eight Days a Week», καταπιάνεται με ένα ακόμα μουσικό φαινόμενο, το Λουτσιάνο Παβαρότι. Έχοντας το ψευδώνυμο «ο τενόρος του λαού», ο Παβαρότι ήταν σπάνιος συνδυασμός προσωπικότητας, ιδιοφυίας και διασημότητας και χρησιμοποιούσε τις θαυμάσιες αυτές αρετές του για να διαδώσει το Ευαγγέλιο της όπερας σαν τρόπο διασκέδασης – και κάτι που μπορεί να απολαύσει όλος ο κόσμος που αγαπάει τη μουσική. Μέσα από την απόλυτη δύναμη του ταλέντου του, ο Παβαρότι κυριάρχησε στις μεγάλες σκηνές του κόσμου και έκλεψε τις καρδιές του κοινού όπου και να πήγαινε. Περιλαμβάνοντας σπάνιες συνεντεύξεις με την οικογένειά του και τους συναδέλφους του, ακυκλοφόρητο υλικό και τελευταίας τεχνολογίας ηχητική επεξεργασία, ο Χάουαρντ σκηνοθετεί την απόλυτη ταινία φόρο τιμής σε έναν αξιοθαύμαστο άνθρωπο και έναν θρύλο της μουσικής που άφησε ιστορία.

H παραγωγή της ταινίας

Ο Λουτσιάνο Παβαρότι είχε μία από τις πιο επικές φωνές και εκφραστικές καρδιές στην ιστορία, όμως το ντοκιμαντέρ του Ρον Χάουαρντ (‘’Απόλλων 13’’, ‘’‘Ένας Υπέροχος Άνθρωπος’’, ‘’Κώδικας Da Vinci’’) εστιάζει στον άνθρωπο όπως δεν τον έχετε ξαναδεί ποτέ: μέσα από απίθανα κοντινά πλάνα που σε ταξιδεύουν πίσω από τη δόξα της μουσικής του και τη ζεστασιά του χαρίσματός του στην αναζήτηση των ανθρώπινων διαμαχών του, του χιούμορ του και των ελπίδων του. Αναπαράγοντας τα παγκόσμια θέματα που διατήρησαν την όπερα ζωντανή στον 21ο αιώνα – έρωτας, πάθος, χαρά, οικογένεια, απώλεια, ρίσκο, ομορφιά – η ταινία αυτή ξετυλίγει την ιστορία ενός ανθρώπου που ανακαλύπτει, αντιμετωπίζει και στο τέλος μαθαίνει να αξιοποιεί την μνημειώδη σημασία όσων έχει πράξει.

Η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί την τρίτη δουλειά του Χάουαρντ γύρω από μουσικά είδωλα. Ο σκηνοθέτης είχε συναντηθεί με τον διάσημο τενόρο πολύ καιρό πριν και αυτή η συνάντηση τον αιχμαλώτισε. Ο Χάουαρντ δεν είχε και ιδιαίτερη σχέση με την όπερα, κάτι που τελικά άλλαξε στην πορεία και άρχισε να τον ενδιαφέρει. Όταν ο συνεργάτης του Νάιτζελ Σενκλέρ (‘’The Way Back’’, ‘’Rush’’) του ανέφερε ότι η δισκογραφική εταιρεία Decca Records έψαχνε να βρει κάποιον κινηματογραφιστή να δώσει ουσία στη ζωή και τη μουσική του Παβαρότι μέσα σε ένα περιεκτικό ντοκιμαντέρ, εκείνος δέχτηκε να αναλάβει τη σκηνοθεσία. Κάνοντας εκτενή έρευνα, ο Χάουαρντ ανακάλυψε τον εκπληκτικό κόσμο του Παβαρότι, μια πραγματική ανακάλυψη για έναν άνθρωπο που είχε την πρώτη του επαφή με τον κόσμο της όπερας. Η έμπνευση για δημιουργία είχε μόλις αρχίσει. «Όσο πιο πολλά μάθαινα για τον ίδιο, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσα πως πρόκειται για ένα άτομο που ζούσε τη ζωή του με πάθος και είχε μια άνευ ορίων δέσμευση με αυτό που αγαπούσε», δηλώνει ο Ρον Χάουαρντ. «Αρχικά, έβλεπα στιγμιότυπα της πολύκροτης καριέρας του, αλλά σύντομα διαπίστωσα πως υπήρξε μια προσωπικότητα που πήρε αρκετά καλλιτεχνικά ρίσκα. Αυτό ήταν κάτι που με συγκίνησε ιδιαίτερα».

Ο Ρον Χάουαρντ έφτιαξε το ντοκιμαντέρ σαν μια όπερα με τρεις πράξεις. Είναι σαν ένα δράμα υπογραμμισμένο από άριες γεμάτες πάθος. «Είδα την ταινία σαν μια ευκαιρία να εξερευνήσω άγνωστες πτυχές της ζωής του Παβαρότι μέσα από σπάνιες συνεντεύξεις, συζητήσεις με μέλη της οικογένειάς του και με φίλους. Πέρα από αυτό, ανακάλυψα πως ένας σημαντικός και φιλόδοξος στόχος του ήταν να διευρύνει τους ορίζοντες της τέχνης του έτσι ώστε να κάνει περισσότερο κόσμο να ενδιαφερθεί για την όπερα», λέει ο Χάουαρντ. «Πιστεύω πως και εμείς με αυτό το ντοκιμαντέρ θα συνεχίσουμε το όραμά του. Αγαπούσε τους ανθρώπους όσο και τη μουσική και ταξίδευε παντού για να το πετύχει αυτό».

Ήχοι και Ρυθμοί

Από τη στιγμή που το ντοκιμαντέρ έπαιρνε σταδιακά τη μορφή του, ο Χάουαρντ δούλευε στενά με τον μοντέρ Πολ Κράουντερ (‘’Sound City’’) για να διαμορφώσουν τον ρυθμό της ταινίας. «Θα έλεγα πως η πραγματική ζωή του Παβαρότι έχει μια μορφή από τρεις πράξεις», σημειώνει ο Κράουντερ. Ο Νάιτζελ Σενκλέρ λέει για τον μοντέρ: «Ο Πολ έχει μια φοβερή ικανότητα να παίρνει φωτογραφίες και να τις τοποθετεί στην ταινία λες και μοιάζουν με εικόνες που κινούνται. Ενώνει τα διάφορα μέρη της ταινίας σαν να ζωγραφίζει με τη μουσική. Αυτό είναι εκπληκτικό».

Μεγάλη υπήρξε η συμβολή του μηχανικού ήχου Κρις Τζένκινς (‘’Frost/Nixon: Η Αναμέτρηση’’, ‘’Μαντ Μαξ: Ο Δρόμος της Οργής’’), ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ένωση της πολυδιάστατης ηχητικής τεχνολογίας της Dolby Atmos με τη θαυμάσια φωνή του Παβαρότι. «Η ανθρώπινη φωνή είναι στο επίκεντρο της ταινίας αυτής. Τίποτα δεν είναι σημαντικότερο στον κόσμο της μουσικής από την ανθρώπινη φωνή. Θεωρώ τη φωνή του Παβαρότι ένα παγκόσμιο συναίσθημα, μία εξαιρετικής ποιότητας φωνή γεμάτη συναίσθημα», λέει ο Τζένκινς.

Στην διαδικασία της επεξεργασίας αυτής, η ομάδα των δημιουργών προσπάθησε να μείνει πιστή και να μην απομακρυνθεί από τις vintage ηχογραφήσεις και το υλικό. «Θέλεις να διατηρήσεις αυτή την παλιά αισθητική των φωτογραφιών και των ήχων, διότι θέλουμε να υπάρχει ανταπόκριση σε εκείνη την χρονική περίοδο. Δεν θέλαμε ποτέ μας να κάνουμε τα πράγματα να δείχνουν μοντέρνα για να είναι απλά μοντέρνα», λέει ο Τζένκινς. «Θα ήθελα να πιστεύω πως άμα ζούσε ο Παβαρότι σήμερα, θα μας έλεγε πως σεβαστήκαμε τη φωνή του και ότι τον τιμάμε με αυτή τη δουλειά», προσθέτει ο ίδιος.

Η Φωνή

Τι ήταν αυτό που έκανε τη φωνή του Παβαρότι τόσο ξεχωριστή και τον αποθέωναν όλοι; Υπήρχε κάτι μοναδικό και αναπόφευκτο στη συμπεριφορά και τη χροιά του που ανύψωνε το πνεύμα, ένα είδος εσωτερικής ζωτικότητας, γενναιοδωρίας και ζεστασιάς που έκαιγε το δέρμα του ακροατή σαν τον ήλιο. Ακόμη και σήμερα, οι άνθρωποι δυσκολεύονται να το ορίσουν αυτό. «Δεν υπήρξε κανένας σαν και αυτόν με τέτοια αγνότητα στη φωνή», δηλώνει ο Ντίκον Στάινερ, γενικός διευθυντής της Universal Music Classics  and Jazz και εκτελεστικός παραγωγός της ταινίας. «Μπορείς να αναγνωρίσεις την χαρακτηριστική φωνή του μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα και να ξέρεις πως είναι αυτός. Δεν του άρεσαν οι συμβιβασμοί και μελετούσε λεπτομερώς κάθε νότα. Είχε μια πηγαία φυσικότητα και έναν αξεπέραστο τρόπο έκφρασης».

Μια από τις κορυφαίες συνεργασίες για τον Παβαρότι αλλά και για τον κόσμο της όπερας ήταν όταν με τους Χοσέ Καρέρας και Πλάθιντο Ντομίνγκο τραγούδησαν στο άνοιγμα του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Ρώμη το 1990. «Ήταν μια ανεπανάληπτη στιγμή. Οι υπέροχες φωνές τους κατέκτησαν τον κόσμο. Θα μπορούσα να πω ότι οι τρεις τους ήταν μία από τις μεγαλύτερες μπάντες που υπήρξαν στον πλανήτη. Κατάφεραν και άλλαξαν το σκηνικό της μουσικής βιομηχανίας», λέει ο Στάινερ.

Για τον Στάινερ, δεν είναι μόνο η διαύγεια της φωνής του Παβαρότι που θα μείνει στην ιστορία, αλλά και το πρόσωπο που έγινε όταν ανακάλυψε την εκπληκτική γκάμα του ταλέντου του. «Κατάφερε να γίνει ένα από τα διασημότερα πρόσωπα στον πλανήτη. Μέσα από τις φιλανθρωπίες του, έδινε πράγματα του εαυτού του σε όλο τον κόσμο. Είχε πράγματι μια μαγική ικανότητα να δημιουργεί μια παγκόσμια εμπειρία για τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο».

Η Προσωπικότητα

Ο Παβαρότι γεννήθηκε στη Μόντενα της Ιταλίας στις 12 Οκτωβρίου 1935. Ο πατέρας του ήταν φούρναρης αλλά και ερασιτέχνης τενόρος. Γοητευμένος από τη φωνή του πατέρα του και του ειδώλου του, τον Ενρίκο Καρούζο, άρχισε το τραγούδι στην παιδική του ηλικία. Κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει πως μια μέρα θα μετατρέπονταν σε αδιαμφισβήτητη ηγετική μορφή της όπερας σε όλο τον κόσμο. Ύστερα από παρότρυνση της μητέρας του και μόνο όταν κέρδισε έναν τοπικό διαγωνισμό τραγουδιού, ο νεαρός Παβαρότι πήρε στα σοβαρά μαθήματα φωνητικής.

Στη δεκαετία του ’60, έγινε με τον καιρό γνωστός για τη συνεργασία του με τη σοπράνο Τζόαν Σάδερλαντ καθώς η επίδραση του ενός στον άλλον έδινε στις ερμηνείες τους άφθονη ενέργεια και πάθος. Η δεκαετία του ’70 τον βρίσκει στο απόγειο των φωνητικών του δυνατοτήτων ενώ παράλληλα είχε εξελιχθεί στον απόλυτο διεθνή αστέρα και τον αγαπημένο των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Σε μια περίοδο που η όπερα δεν είχε μεγάλη επίδραση στο ευρύ κοινό, εκείνος συνέχιζε ακάθεκτος δίνοντας μεγαλειώδεις και επικές συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Στη δεκαετία του ’80, έγινε ο πιο ακριβοπληρωμένος τραγουδιστής στην ιστορία της όπερας και στη δεκαετία του ’90 οι συνεργασίες του με τους άλλους δύο κορυφαίους τενόρους – Ντομίνγκο και Καρέρας – γέμιζαν ολόκληρα στάδια από κόσμο κάθε φορά που έδιναν συναυλία.

Έτσι, ο «Τενόρος του Λαού», όπως τον αποκαλούσαν, ήταν με τον καιρό πιο κοντά στους καθημερινούς ανθρώπους καθώς η φωνή του έβρισκε τόπο και σε άλλους κύκλους πέραν από αυτούς της όπερας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αφιέρωσε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του στο να φέρει την όπερα σε ένα σύγχρονο κοινό με τρόπους που δεν φαντάζονταν. Οι συνεργασίες του ήταν αμέτρητες, με πολλούς και διάφορους καλλιτέχνες από όλο το μουσικό στερέωμα. Τα έσοδα από αυτές τις εκδηλώσεις πήγαιναν σε ιδρύματα που μεριμνούσαν για τα παιδιά των πληγωμένων από τον πόλεμο χωρών.

Όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και ο Παβαρότι υπήρξε ένας περίπλοκος άνθρωπος με μερικά σκάνδαλα στο βίο του να τον επισκιάζουν. Άλλοι τον κατακρίνουν για την απόφαση του να φέρει την όπερα σε στάδια γεμάτα κόσμο ή την επιμονή του να κάνει την όπερα μουσική με ευρεία και εμπορική απήχηση. Ο,τι και να έλεγε ο κόσμος, εκείνος δεν έχανε ποτέ του την όρεξη του για ζωή και δημιουργία. «Ο Παβαρότι ήταν ένας αξιολάτρευτος άνθρωπος, δεν ήταν το κορόιδο κανενός και είχε πολλή δύναμη στα χέρια του. Πιστεύω πως όλα αυτά φαίνονται ξεκάθαρα και στην ταινία», λέει ο Χάουαρντ.

Ο Φιλάνθρωπος

Όπως πολλοί άνθρωποι που φτάνουν να αποκτήσουν παγκόσμια φήμη, έτσι και ο Παβαρότι δυσκολεύτηκε κάποια στιγμή με αυτή. Την χρησιμοποίησε, όμως, για να φτάσει σε άλλα επίπεδα. Κατόρθωσε και το 1991 γνώρισε την πριγκίπισσα Νταϊάνα, μια σημαντική συνάντηση για τον ίδιο. Έγιναν αμέσως φίλοι και τον επηρέασε στον τρόπο που κάποιος νοιάζεται για το καλό του κόσμου. «Υπήρξε μια αμοιβαία συμπάθεια ανάμεσά τους», λέει ο Χάουαρντ.

Αποτέλεσμα αυτής της σημαντικής συνάντησης είναι η διοργάνωση συναυλιών του Παβαρότι και των Φίλων του το 1992. Μέσα από αυτές τις συναυλίες, ο διάσημος τενόρος έκανε έναν ακόμα φίλο που εξελίχθηκε σε μεγάλο φιλάνθρωπο: τον Μπόνο των U2. «Πιστεύω πως ο Μπόνο τον συμπαθούσε πάρα πολύ και αυτό φαίνεται πολύ και στο ντοκιμαντέρ», λέει ο σκηνοθέτης.

Ο Παβαρότι διοργάνωσε μια συναυλία συμπαράστασης στη Βοσνία για τα παιδιά του πολέμου, ο οποίος ήταν στη χειρότερη στιγμή του. Ο ίδιος ένιωθε τη φρίκη του πολέμου που κατέστρεφε τις νέες γενιές διότι θυμόταν από προσωπική εμπειρία σκηνικά από τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου όταν ήταν παιδί. Εκτός από τη Βοσνία, έδωσε και άλλες πετυχημένες συναυλίες σε εμπόλεμες περιοχές όπως η Γουατεμάλα, το Κόσοβο και το Ιράκ.

Οι φιλανθρωπίες αποτέλεσαν επέκταση της δουλειάς του και της αγάπης του για ζωή. Η σύζυγος του Παβαρότι, Νικολέτα Μαντοβάνι, ελπίζει ακριβώς αυτό το πράγμα να εισπράξει το κοινό από την πολύτιμη κληρονομιά του σπουδαίου αυτού προσώπου. «Μας απέδειξε ότι πρέπει να ζούμε τη ζωή μας στο μέγιστο κάθε λεπτό. Ήταν τεράστιος καλλιτέχνης, πίστευε όμως πως το ταλέντο δεν αρκούσε. Η πειθαρχία και η αφοσίωση είναι απαραίτητες. Πίστευε πως κάθε συναυλία του ήταν καλύτερη από την προηγούμενη. Τον ενδιέφερε να προσφέρει όσο μπορούσε. Αυτό ήταν και εκείνο που έκανε στην τελική», προσθέτει η ίδια.

Δες το trailer