Για δύο ολόκληρα χρόνια το πιο καυτό ζήτημα της καθημερινότητάς μου ήταν οι Πανελλαδικές. Με το που μπήκα στην Δευτέρα Λυκείου, άρχισαν οι ερωτήσεις από τους γεμάτους ανασφάλεια συμμαθητές: «Άρχισες φροντιστήριο; Τι μαθήματα θα κάνεις;»
Στην πορεία, άλλοι απέκτησαν άσπρες τρίχες, άλλοι… καράφλιασαν και προσωπικά τσίμπησα κάτι παράξενες αλλεργίες από το άγχος.
Και πώς να μην αγχωθείς;
Η ύλη είναι τεράστια, οι εξετάσεις ίσως και οι πιο σημαντικές σου ως τώρα και έχεις και το τρίο γονείς-καθηγητές-φροντιστές που δεν σ’αφήνει να πάρεις ανάσα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά φροντιστήριο φίλης μου που συμβούλευε τους μαθητές να την βγάλουν με μαρούλια στις γιορτές, μην και… βαρυστομαχιάσουν από τις γεμιστές γαλοπούλες και δεν μπορέσουν να συγκεντρωθούν στην μελέτη.
Εδώ ερχόμαστε στο άλλο κυρίαρχο συναίσθημα της προ-Πανελλαδικής περιόδου: στον ΕΚΝΕΥΡΙΣΜΟ. Όσοι περάσαμε από την Θεωρητική κατεύθυνση δύσκολα θα ξεχάσουμε τις ατέλειωτες ώρες που καίγαμε εγκεφαλικά κύτταρα, προσπαθώντας να απομνημονεύσουμε πόσα ξωκλήσια είχε ο Πόντος ή αν οι προσφυγικές διπλοκατοικίες διέθεταν λουτροκαμπινέ. Γιατί δεν φτάνει που είναι μπόλικη η ύλη, την έχουν κάνει και τέτοια ώστε να αναρωτιέσαι ποιος είναι πιο βλάκας: αυτοί που γράψανε τα βιβλία, ή εσύ που παιδεύεσαι να τα μάθεις απέξω;
Από τις άλλες δύο (τότε) κατευθύνσεις μπορεί να μην έχω προσωπική πείρα, αλλά και μόνο που κάθε χρόνο τα παιδιά αναγκάζονται να παίξουν το παιχνίδι «Βρες αν φέτος έχει λάθος στα θέματα των Μαθηματικών ή της Φυσικής» αρκεί για να καταλάβεις ότι τραβάνε κι αυτά δικό τους λούκι. Φαντάζομαι ότι και οι μαθητές των ΕΠΑΛ έχουν άλλα ζόρια.
Άξιζε τελικά όλη αυτή η φασαρία; Νομίζω ότι εν μέρει άξιζε. Όχι γιατί πραγματικά αποκόμισα κάτι χρήσιμο και ουσιαστικό από το σπαστικό διάβασμα που έκανα τότε. Άξιζε μόνο και μόνο γιατί ήταν το εισιτήριo για κάτι πολύ καλύτερο, πολύ σημαντικότερο και πολύ κοντινότερο σε αυτά που μου αρέσουν και θέλω να ασχοληθώ. Δεν ήμουν καν από τα παιδιά που είχαν κάποιο συγκεκριμένο στόχο, κάποια μεγάλη πόρωση. Περισσότερο ήξερα τι δεν με ενδιέφερε-το αντίθετο το ανακάλυψα στην πορεία. Στα 17 σου, άλλωστε, δεν είναι παράξενο να μην έχεις κατασταλάξει.
Αυτό που πραγματικά πρέπει να αποφύγεις στον δρόμο προς τις Πανελλαδικές είναι να απελπιστείς. Ναι, ο τρόπος που εξεταζόμαστε είναι μάλλον απαράδεκτος. Μέχρι, όμως, να αλλάξει το εκπαιδευτικό σύστημα προς το καλύτερο (αν ποτέ αλλάξει), θα πρέπει να παίζουμε με αυτούς τους γελοίους κανόνες. Απόδειξε λοιπόν, στον εαυτό σου και μόνο, ότι είσαι καλύτερη απ’αυτούς.
Θα έχεις στιγμές κακές, όπως μια κακή βαθμολογία σε ένα τεστ, που θα σου ρίχνουν την αυτοπεποίθηση. Μην τις αφήσεις να σε πάρουν τελείως από κάτω. Προς Θεού, μην κάθεσαι ν’ακούς τι λέει ο ένας και ο άλλος. Δεν έχουν όλοι τους ίδιους ρυθμούς. Το πόσο σου παίρνει να διαβάσεις αφορά αποκλειστικά εσένα. Σίγουρα οι Πανελλαδικές είναι ανταγωνιστικό παιχνίδι, τελικά όμως αυτό που πραγματικά στέκεται ανάμεσα σ’εσένα και το Πανεπιστήμιο είναι ο ίδιος σου ο εαυτός.
Πάρε λοιπόν το σύστημα και φέρε το-όόόσο γίνεται- στα μέτρα σου. Καμιά μαμά, κανένας καθηγητής, γενικά κανείς δεν ξέρει καλύτερα από εσένα πώς πρέπει να διαβάσεις και πότε χρειάζεσαι ένα διάλειμμα. Δεν εννοώ να μην είσαι ρεαλίστρια και να κάνεις όλο του κεφαλιού σου. Εννοώ να έχεις από μόνη σου αίσθηση της πραγματικότητας και να αναλάβεις τις ευθύνες σου με ψυχραιμία.
Τώρα, αν κάτι πάει στραβά, να θυμάσαι ότι You Only Live Once, αλλά στις εξετάσεις μπορείς να προσπαθήσεις και twice. Μην τρελαίνεσαι.
Καλή σου επιτυχία λοιπόν!