Η ταινία βασίζεται στην πολυαγαπημένη κλασική ιστορία «Το Κάλεσμα της Άγριας Φύσης» και φέρνει στη μεγάλη οθόνη την ιστορία του Μπακ, ενός σκύλου με μεγάλη καρδιά. Η ευτυχισμένη ζωή του ανατρέπεται όταν ξαφνικά μεταφέρεται από το σπίτι του στην Καλιφόρνια στην εξωτική και άγρια Αλάσκα, την περίοδο της μεγάλης εξόρυξης χρυσού το 1890. Ως το νεότερο μέλος μιας ομάδας σκύλων για αποστολές αλληλογραφίας – αργότερα γίνεται ο αρχηγός τους – ο Μπακ θα βιώσει την εμπειρία της ζωής του, βρίσκοντας στο τέλος την αληθινή του θέση σε αυτό τον κόσμο φροντίζοντας πια ο ίδιος τον εαυτό του.

Εισαγωγή: Κάλεσμα στη Φύση

Το πασίγνωστο μυθιστόρημα του Τζακ Λόντον «Το Κάλεσμα της Άγριας Φύσης» δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1903 στο περιοδικό The Saturday Evening Post. Μεταφρασμένο σε 47 γλώσσες, δεν έχει ξεπεραστεί ποτέ από τότε και παραμένει ένα διαρκές παράδειγμα της κλασσικής αμερικάνικης λογοτεχνίας.

Για τον σεναριογράφο Μάικλ Γκριν (‘’Green Lantern’’, ‘’Blade Runner 2049’’), «δεν είναι τυχαίο πως «Το Κάλεσμα της Άγριας Φύσης» έγινε μέρος της μεγάλης αμερικάνικης λογοτεχνίας. Μιλάει στους ανθρώπους σε τόσα πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Είναι μια σπουδαία ιστορία ταξιδιού-περιπέτειας στην παράδοση του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον. Περιέγραφε στους ανθρώπους μέρη που είχαν ακούσει ότι υπάρχουν στη Βόρεια Αμερική, τα οποία όμως είχαν δει μόνο σε εικόνες».

Ο πατέρας του παραγωγού Έργουιν Στοφ (‘’A Scanner Darkly’’, ‘’Νερό για Ελέφαντες’’) του έδειξε το βιβλίο "Το Κάλεσμα της Άγριας Φύσης" για πρώτη φορά, όταν ήταν νεαρό αγόρι στη Ρουμανία. «Είναι η ιστορία ενός νεαρού σκυλιού που γερνάει. Υπάρχει ένας χρόνος στη ζωή κάθε σκύλου όπου πρέπει να προστατεύσουν τον εαυτό τους, τη ομάδα τους αλλά και το αφεντικό τους. Υπάρχει το ένστικτο του λύκου σε μερικά από αυτά. Έπειτα, έχετε ένα σκύλο όπως ο Μπακ ο οποίος πρέπει να περάσει από κάποιες τρομερές και σκληρές εμπειρίες για να ανακαλύψει τον εαυτό του».

«Νομίζω ότι ο λόγος που η ιστορία αυτή έχει απομείνει για πάνω από 100 χρόνια είναι ότι, όπως άλλωστε και όλη η μεγάλη λογοτεχνία, έχει κάποια καθολικά στοιχεία», εξηγεί ο Στοφ. «Πρόκειται για την απώλεια και τη θεραπεία της, το να έχεις κάπου να μείνεις, ένα σπίτι και την απομάκρυνση από αυτό. Ίσως, όμως,  περισσότερο από όλα κάνει λόγο για την αναζήτηση μιας καλύτερης και πιο αληθινής εικόνας του εαυτού σου».

Αυτό που προσέλκυσε τον Μάικλ Γκριν σε αυτή την ταινία ήταν το γεγονός ότι η ιστορία είχε ειπωθεί σε διάφορες εκδοχές κατά τη διάρκεια των ετών, αλλά ποτέ ολόκληρο το βιβλίο από την αρχή μέχρι το τέλος. Εκτός των άλλων, είχε ειπωθεί από την οπτική γωνία των ανθρώπων και όχι από τον Μπακ. «Θέλαμε να δούμε αν θα μπορούσαμε να πούμε την ιστορία του Μπακ οπτικά. Δεν χρειαζόταν να μιλήσει, δεν χρειαζόταν να έχουμε φωνή. Αντίθετα, έπρεπε να είμαστε σαφείς για το τι συνέβαινε στον Μπακ ανά πάσα στιγμή. Εφόσον γνωρίζαμε τι προσπαθούσε να καταφέρει ο Μπακ σε κάθε σκηνή, από στιγμή σε στιγμή, ξέραμε ότι θα μπορούσε το κοινό να ακολουθήσει την ιστορία. Αν και ο Μπακ θα έρθει σε επαφή με θαυμάσιους ανθρώπους - τους οποίους υποδύονται φοβεροί ηθοποιοί - επρόκειτο να ενισχύσει την ιστορία του», λέει ο Γκριν.

Ο σκηνοθέτης Κρις Σάντερς (‘’Λίλο & Στιτς’’, ‘’Πώς να Εκπαιδεύσετε τον Δράκο σας’’) λέει σχετικά ότι «Το Κάλεσμα της Άγριας Φύσης» είναι για έναν χαρακτήρα που είναι φορτωμένος με πολλά απροσδόκητα πράγματα, τα οποία εμείς θεωρούμε δεδομένα στη ζωή. Οι απροσδόκητες προκλήσεις μπορεί είτε να σας νικήσουν, είτε να σας κάνουν πιο ισχυρούς. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Μπακ. Αντί να ηττηθεί, ο Μπακ συνεχίζει και τελικά βρίσκει ένα μέρος όπου ανήκει. Ο Μπακ δεν επιβιώνει μόνο, επικρατεί, και το κάνει με τον ευγενικό του χαρακτήρα άθικτο». Και προσθέτει ότι «Παρόλο που είναι ένα παιδικό κλασικό μυθιστόρημα, δεν είναι απλώς ένα παραμύθι. Είναι μια ιστορία επιβίωσης και επιμονής. Αισθάνεσαι ότι υπάρχει μια αλήθεια μέσα σε αυτή την ιστορία. Νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ιστορία αυτή έχει μείνει στο χρόνο. Ο χαρακτήρας της ιστορίας ανακαλύπτει δυνάμεις που δεν ήξερε ότι είχε».

Μπακ & Τζακ: Μια Ιστορία Φιλίας

Ο παραγωγός Στοφ δεν δίστασε να πει για τον Χάρισον Φορντ ότι «Προσωπικά για μένα, οποιοσδήποτε παίρνει μέρος σε ταινία με τον Χάρισον Φορντ είναι πάντα πολύ τυχερός. Είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς που εργάζονται σήμερα». Ο Χάρισον Φορντ (‘’Μάρτυρας Εγκλήματος’’, ‘’Frantic’’, ‘’Ο Φυγάς’’, ‘’Παιχνίδια της Τύχης’’) είναι γνωστός για το γεγονός ότι δημιούργησε δύο από τους πιο δημοφιλείς και αξέχαστους ήρωες της μεγάλης οθόνης στην ιστορία του κινηματογράφου, το Χανς Σόλο στον «Πόλεμο των Άστρων» και τον Ιντιάνα Τζόουνς στην ομώνυμη σειρά ταινιών. Η ιστορία τράβηξε το ενδιαφέρον του γιατί πρώτον, του άρεσε η προοπτική να κάνει μια ταινία για τους νεότερους ακροατές και δεύτερον, ήταν ενθουσιασμένος με το πώς οι δημιουργοί θα έφτιαχναν τον Μπακ και τα υπόλοιπα σκυλιά μέσω του υπολογιστή.

Ο σκηνοθέτης Σάντερς μίλησε με τα εξής λόγια για τον ηθοποιό: «Ο Φορντ έφερε τον δικό του τόνο στην ταινία. Στο βιβλίο, ο Θόρντον περνάει κάποιες καταστάσεις με τον Μπακ, αλλά δεν νομίζω ότι ο χαρακτήρας του είναι πολύ καλά καθορισμένος. Πιστεύω ότι ένα από τα υπέροχα πράγματα που έκανε ο Χάρισον σε όλη αυτή τη διαδικασία ήταν ότι κατάφερε να βρει αυτόν τον χαρακτήρα και να τον δημιουργήσει».

Από τις συζητήσεις του Φορντ με τον Σάντερς, ο Φορντ κατάλαβε ότι η θέση του χαρακτήρα του στην ιστορία ήταν να εξαγοράσει την ανθρωπότητα στα μάτια του Μπακ, μετά από την εμπειρία του με έναν καταχρηστικό ιδιοκτήτη. Αλλά για τον ηθοποιό, ο οποίος είναι λάτρης των σκύλων, αυτό που ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό ήταν ότι η ταινία δεν αφορούσε μόνο τη μεταμόρφωση του Μπακ, αλλά και τον ίδιο τον Τζον Θόρντον ως αποτέλεσμα της σχέσης του με τον Μπακ. Ο Φορντ εξηγεί: «Ένα από τα πράγματα που ψάχνω πάντα σε ένα έργο είναι αυτό που αποκαλώ συναισθηματική άσκηση για το κοινό».

Περιγράφοντας τον χαρακτήρα του, ο Φορντ λέει: «Ο Τζον Θόρντον είναι ένας άνθρωπος που ένιωθε άβολα στη ζωή του και στον κόσμο του. Δεν ήταν σε θέση να αντέξει τον πόνο και το βάρος των περιστάσεων του. Έτσι, έφυγε από το σπίτι του προς τα νότια στο Γιούκον, αναζητώντας την ευκαιρία της ζωής του να βρει χρυσό. Υπήρχε και ένας συναισθηματικός λόγος: ο μικρός γιος του πάντα ήθελε να εξερευνήσει την άγρια φύση. Εκεί πηγαίνει, όμως, πραγματικά για να βρει εσωτερική γαλήνη και ηρεμία. Τότε συναντά τον Μπακ και γίνονται σύντροφοι σε αυτό το ταξίδι. Συναισθηματικά δεδεμένοι, αντιμετωπίζουν μαζί τον κίνδυνο και την περιπέτεια. Αυτό το ταξίδι και οι αυτοί οι χαρακτήρες με άγγιξαν».

Ο παραγωγός πρόσθεσε ότι «O Τζον Θόρντον είναι ένας χαρακτήρας με μια άγρια εξωτερική εμφάνιση που συνδυάζει μια απίστευτη ευπάθεια. Κατά τη διάρκεια αυτής της ιστορίας, καταλαβαίνετε ότι είναι κάποιος που έχει πραγματικά πληγωθεί και κακοποιηθεί από τη ζωή. Η απόδοση του Χάρισον είναι απίστευτα συγκινητική».

«Η σχέση μεταξύ Μπακ και Θόρντον είναι ο πυρήνας της ιστορίας για μένα», λέει από την πλευρά του ο Γκριν. «Είναι δύο πλάσματα που βρίσκονται σε ένα μέρος που δεν ανήκει σε κανένα από αυτά. Οι δυο τους προήλθαν από τις ζωές που αγάπησαν και χάθηκαν, αλλά δεν μπορούν πλέον να έχουν. Ο Μπακ ακμάζει και γίνεται η καλύτερη έκδοση του ίδιου του εαυτού του, αλλά ο Θόρντον είναι πληγωμένος άνδρας».

Και ο Φορντ συμπληρώνει ότι «Όπως και ο Τζον Θόρντον, είχα πάντα μια πραγματική περιέργεια για μέρη όπου δεν είχα επισκευτεί. Συγκινείται από τη δύναμη και την μεγαλοπρέπεια της φύσης».

Η Αισθητική της Ταινίας

Τη διεύθυνση φωτογραφίας ανέλαβε ο Γιάνους Καμίνσκι, γνωστός από τις συνεργασίες του με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ στις ταινίες «Η Λίστα του Σίντλερ», «Minority Report» και «Το Άλογο του Πολέμου». «Ήμασταν απίστευτα τυχεροί που ο βραβευμένος με το βραβείο Όσκαρ διευθυντής φωτογραφίας Γιάνους Καμίνσκι πήρε μέρος σε αυτή την περιπέτεια», λέει ο Στοφ.

Η παραγωγός Νταϊάνα Πόκορνι (‘’Η Γυναίκα του Αστροναύτη’’, ‘’Τα Ναυτιλιακά Νέα’’) λέει: «Όλοι θέλαμε πραγματικά να συνεργαστούμε με τον Γιάνους, η συμμετοχή του ήταν κρίσιμη για το αποτέλεσμα. Ο Γιάνους ξέρει πολύ καλά να αφηγείται την ιστορία του μέσα από τις εικόνες. Δούλεψε πολύ σκληρά για να καταλάβει τον καλύτερο τρόπο να αποκαλύψει στην κάμερα την ιστορία. Δεν είναι ένας που θέλει να κάνει ένα φανταχτερό γύρισμα. Οι άνθρωποι των εικόνων δεν ενδιαφέρονται να δημιουργήσουν ένα ιστορικό έγγραφο».

«Θέλαμε να κάνουμε ένα κινηματογραφικό ταξίδι και θέλαμε να το βασίσουμε αυτό γύρω από το Μπακ», λέει ο σχεδιαστής της παραγωγής Στέφαν Ντίτσαντ (‘’Pacific Rim: Εξέγερση’’, ‘’Καλώς Ήρθατε στο Μάργουεν’’). «Ο συνδυασμός του Γιάνους και ενός σκηνοθέτη που προέρχεται από κινούμενα σχέδια σήμαινε ένα νέο και όμορφο αποτέλεσμα. Ο Γιάνους έφερε τα πάντα σε ένα νέο επίπεδο - στο δικό του».

Με την κάμερα να παρακολουθεί κάθε φωτογραφία της κάλυψης του Γιάνους, μπορούσαν να δημιουργήσουν μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή 3D. Ο στόχος: μια συνεπής και θεματικά συνεκτική κινηματογραφική γλώσσα που είναι απρόσκοπτη σε όλο το εικονικό και το πραγματικό κόσμο.

Ο Ντίτσαντ λέει: «Πρέπει να υπάρχει μια αληθοφάνεια που ξεκινάει από το περιβάλλον μας και καταλήγει στον ψηφιακό κόσμο».

Επιστροφή στο Παρελθόν: Γιούκον, δεκαετία του 1890

Για να αναδημιουργήσει το Ντόσον Σίτι, η βάση για τους ανθρακωρύχους κατά τη διάρκεια του Klondike Gold Rush, η παραγωγή δημιούργησε ένα διαχωρισμό της πόλης. Έτσι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σχεδιασμού, «έχτισαν» ολόκληρη την πόλη στον υπολογιστή και έπειτα απογύμνωσαν ό, τι πραγματικά θα κατασκευαστεί φυσικά.

«Περίπου το 60-70% των σετ είναι πρακτικά», εξηγεί ο Ντίτσαντ. «Δεν θέλαμε να δημιουργήσουμε το Γιούκον όπως ήταν πραγματικά το 1898. Θέλαμε να δημιουργήσουμε τη δική μας μυθολογική εκδοχή, τα δικά μας περιβάλλοντα και τις εικόνες του Βορειοδυτικού Ειρηνικού».

Αυτός και ο Σάντερς χρησιμοποίησαν χρώμα για να αντικατοπτρίσουν την εμπειρία του Μπακ. Συγκεκριμένα, έβαλαν ζεστούς τόνους για να αντιπροσωπεύσουν το αρχικό του σπίτι στη Σάντα Κλάρα και μια αποχρωματισμένη παλέτα όταν έπεσε θύμα απαγωγής. Θα φέρουν το χρώμα πίσω στην ταινία σε διάφορα σημεία, όπως όταν ο Μπακ και ο Σπιτς έχουν τον αγώνα τους και όταν η δράση μεταφέρεται στην πόλη εξόρυξης. Ο ίδιος ο Ντίτσαντ λέει: «Ερχόμενοι στην Ντόσον Σίτι, θέλαμε να φέρουμε χρώμα, αλλά να μην το αφήσουμε να υπερισχύσει όλων. Έτσι, στραφήκαμε προς τις χειροποίητες φωτογραφίες».

Η σχεδιάστρια κοστουμιών Κέιτ Χάουλεϊ (‘’Στα Όρια του Αύριο’’, ‘’Πορφυρός Λόφος’’) σημειώνει ότι «είναι κομβικός ο τρόπος που ο Κρις αναπαριστά την τελική απόφαση του Μπακ ανάμεσα στην άγρια φύση, με τα φωτεινά χρώματα του Σέλας στη μία πλευρά και το νοικοκυριό των Μίλερ από την άλλη με το πορτοκαλί ηλιοβασίλεμα».  Η ίδια εξηγεί ότι μέρος της έρευνάς της βυθίστηκε σε λαϊκά παραμύθια εκείνης της εποχής, αυτό που αποκαλεί «παραδοσιακούς μύθους της Αμερικής». «Ήμασταν πολύ τυχεροί που η συγκεκριμένη περίοδος ήταν πολύ καλά τεκμηριωμένη με φωτογραφίες», υποστηρίζει η ίδια και συμπληρώνει ότι η χρωματική παλέτα των ενδυμασιών επηρεάστηκε έντονα από την αγάπη του Σάντερς για το έργο του Αμερικανού ζωγράφου και εικονογράφου Άιβιντ Ερλ, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός για τη μορφοποίηση και την επιμέλεια των σετ των κινούμενων ταινιών της δεκαετίας του '50 της Ντίσνεϊ.

Δες το trailer

 

Στοιχεία για την ταινία:

Σκηνοθεσία

Κρις Σάντερς

Σενάριο

Μάικλ Γκριν

Παραγωγή

Έργουιν Στοφ, Ράιαν Στάφορντ, Νταϊάνα Πόκορνι

Ηθοποιοί

Χάρισον Φορντ, Νταν Στίβενς, Ομάρ Σι, Κάρεν Γκίλαν, Μπράντλεϊ Γουίτφορντ, Κόλιν Γούντελ

Φωτογραφία

Γιάνους Καμίνσκι

Μοντάζ

Ντέιβιντ Χάιντς, Γουίλιαμ Χόι

Σχεδιασμός Παραγωγής

Στέφαν Ντίτσαντ

Μουσική

Τζον Πάουελ

Διάρκεια

105’

Διανομή

ΟDEON

Είδος

Περιπέτεια, οικογενειακή, δράμα