Σύμφωνα με το σκηνοθέτη της ταινίας Νόα Μπάουμπακ (Δεσμοί Διαζυγίου, Frances Ha, Όσο Είμαστε Νέοι), αναγνωρίζεις κάτι πραγματικά όταν εκείνο έχει χάσει το νόημα του και έχει διαλυθεί. Έτσι, μέσα από την αφηγηματική κατασκευή ενός διαζυγίου, ο σκηνοθέτης διηγείται μια ιστορία για έναν γάμο σε κρίση. «Το διαζύγιο χωρίζει τους ανθρώπους, την οικογένεια, την ιδιοκτησία αλλά και το χρόνο. Εγώ ήθελα, όμως, να δημιουργήσω μια διαφορετική ματιά πάνω σε αυτό», λέει ο Μπάουμπακ.

Η ταινία ξεκινάει με δυο ιστορίες: την ιστορία του Τσάρλι (ο υποψήφιος για Όσκαρ Άνταμ Ντράιβερ, Paterson, Ο Άνθρωπος που Σκότωσε τον Δον Κιχώτη ) και την ιστορία της Νικόλ (η υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα Σκάρλετ Γιόχανσον, Χαμένοι στη Μετάφραση, Match Point). Όπως, όμως, η ταινία προχωράει και αναμειγνύονται και οι δικηγόροι, τα νοήματα των ιστοριών αλλάζουν. Αρχίζουν να μοιάζουν με νομικές διαμάχες και η αλήθεια τείνει να διαστρεβλώνεται. Μοιάζει με ένα αγώνα ποιος θα δώσει τον σωστό ορισμό του γάμου.

Ένας Ιδιαίτερος Συνδυασμός των Ειδών

«Υπάρχουν στοιχεία από πολλά και διαφορετικά είδη ταινιών κρυμμένα σε αυτό το έργο: από το θρίλερ, το δικαστικό δράμα, τη ρομαντική κωμωδία, την τραγική ιστορία αγάπης, ακόμα και από μιούζικαλ», ισχυρίζεται ο Μπάουμπακ. «Παρατήρησα ότι πολλές συνηθισμένες απροσεξίες που κάνουν οι άνθρωποι και περνούν απαρατήρητες μπορεί να πάρουν ξαφνικά τρομερές διαστάσεις σε μια υπόθεση διαζυγίου. Έτσι γίνεται και στην ταινία. Αυτό το ατελές ζευγάρι πήρε την απόφαση να χωρίσει και αντιμετωπίζει στη συνέχεια όλα τα εξουθενωτικά στάδια της διαδικασίας αυτής».

Τοποθεσίες του Γυρίσματος

Το γύρισμα διήρκησε 50 μέρες σε Λος Άντζελες και Νέα Υόρκη. Ο σκηνοθέτης, η υπεύθυνη παραγωγής Τζέιντ Χίλι (Εγώ, η Τόνια), ο διευθυντής φωτογραφίας Ρόμπι Ράιαν (Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ) και ο σχεδιαστής κοστουμιών Μαρκ Μπρίτζες (Η Αόρατη Κλωστή) χρησιμοποίησαν την ίδια χρωματική παλέτα και στις δύο πόλεις, μια συνειδητή επιλογή διότι πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικές πόλεις με διαφορετικά χρώματα και φως.

Μια από τις πρώτες εικόνες της ταινίας δείχνει τη Νικόλ να βγαίνει από τον σταθμό του τρένου, μια εικόνα που συμβολίζει, κατά τον σκηνοθέτη, θριαμβευτικά τη Νέα Υόρκη. Από την άλλη πλευρά στο Λος Άντζελες, οι άνθρωποι περισσότερο κινούνται με τα αυτοκίνητά τους, σπάνια η μετακίνηση γίνεται με άλλα μέσα. «Ήμασταν πολύ συγκεκριμένοι για το πού θα βάλουμε την κάμερα, όταν είχαμε πλάνα σε αυτοκίνητο», λέει ο ίδιος.

Πέρα από τις κατοικίες στο Μπρούκλιν και το Χόλυγουντ, οι τοποθεσίες που εμφανίζονται είναι γραφεία εταιρειών, ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα, αεροδρόμια, αίθουσες δικαστηρίου και άλλα. «Αυτοί οι χώροι στην πραγματικότητα είναι κάπως απρόσωποι αλλά ήθελα να τους κάνω να φαίνονται όμορφοι, με τον τρόπο τους πάντα. Ο Μαρκ γνώριζε πολύ καλά πώς έπρεπε να είναι τα ρούχα τους απέναντι από το αντίστοιχο background. Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας οι χαρακτήρες είναι τοποθετημένοι σε κλειστούς χώρους, πολλές φορές μάλιστα χωρίς να υπάρχουν παράθυρα», λέει ο Μπάουμπακ.

Κινηματογράφηση της Ταινίας σε Φιλμ 35mm

Ο σκηνοθέτης της ταινίας εξομολογείται με απλά λόγια την προτίμησή του να γυρίζει μια ταινία σε φιλμ: «Σε μια προηγούμενη δουλειά μου, το «Frances Ha» (2012), είχα μια πραγματικά ευχάριστη εμπειρία με το ψηφιακό μέσο. Χρησιμοποιήσαμε μια Canon 5D, ήταν σαν να γυρίζαμε με Super 16 αλλά σε ψηφιακό. Μου άρεσε πολύ αλλά για να φτάσουμε στο σημείο που με ενδιέφερε αισθητικά περάσαμε περίπου 15 βήματα στο post production. Έκανα άλλες δυο ταινίες ψηφιακά αλλά δεν έμεινα πολύ ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα. Από μικρός έβλεπα ταινίες και πάντα έχω συνδέσει αυτή την εμπειρία με το φιλμ. Γυρίζοντας σε ψηφιακό, δε μου είναι εύκολο να κρίνω τη δουλειά μου διότι δεν έχω την απαραίτητη σύνδεση με αυτό που φαίνεται. Το φιλμ για μένα είναι μια επιβλητική και εντυπωσιακή εμπειρία. Μου αρέσει ο ήχος του φιλμ όταν καταγράφει στην κάμερα».

Κινηματογραφικές Επιρροές

Μια από τις πιο γνωστές ταινίες με ήρωες που χωρίζουν είναι σαφέστατα το «Κράμερ εναντίον Κράμερ» (1979) του Ρόμπερτ Μπέντον, το οποίο ο Μπάουμπακ δικαιολογημένα το συμπεριλαμβάνει στις ταινίες που τον επηρέασαν. Εκτός από αυτή, ο σκηνοθέτης αναφέρει και άλλες δουλειές που τον ενέπνευσαν στην κατασκευή της δικής του «Ιστορίας Γάμου». Αναφέρει συγκεκριμένα την ταινία «Περσόνα» (1966), την οποία μελέτησαν με τον διευθυντή φωτογραφίας του, τον Ρόμπι Ράιαν, για να παρατηρήσουν τον εκπληκτικό τρόπο που ο σπουδαίος Σουηδός δημιουργός Ίνγκμαρ Μπέργκμαν τοποθέτησε στο κάδρο τις δύο αυτές μοναδικές ηρωίδες. «Ήξερα από την αρχή πως τα κοντινά πλάνα θα σήμαιναν πολλά σε αυτή την ταινία», λέει ο σκηνοθέτης. «Ο Άνταμ και η Σκάρλετ είναι σχεδόν σε κάθε πλάνο της ταινίας και έχουν πράγματι πολύ εκφραστικά πρόσωπα».

Ο Μπάουμπακ αναφέρθηκε και στην δική του φιλμογραφία – συγκεκριμένα στο «Δεσμοί Διαζυγίου» (2005)- εξετάζοντας τη διαφορετική άποψη ως προς το διαζύγιο από την πλευρά των γονιών αλλά και από την πλευρά των παιδιών.

Χτίσιμο Συνεργασίας

Ο σκηνοθέτης συζητούσε με τον Ντράιβερ πολύ καιρό πριν γίνει αυτή η ταινία. Οι δυο τους συνάντησαν τη Γιόχανσον και τη Λόρα Ντέρν (Ατίθαση Καρδιά, Πολίτης Ρουθ) πριν από τη συγγραφή του σεναρίου. «Πίστευα από την αρχή πως είναι οι ιδανικοί γι’ αυτούς τους ρόλους. Έγραψα το σενάριο της ταινίας έχοντας στο μυαλό μου αυτούς τους ηθοποιούς», δηλώνει. «Πήρα συνέντευξη από όλους τους και χρησιμοποίησα στοιχεία από αυτό για τους χαρακτήρες τους. Η Σκάρλετ και η Λόρα έχουν πάρει διαζύγιο στο παρελθόν και έτσι με βοήθησαν αρκετά λέγοντάς μου τις δικές τους εμπειρίες».

Προσωπική Εμπειρία

Ο σκηνοθέτης της ταινίας χρησιμοποίησε στοιχεία από τη δική του προσωπική εμπειρία διαζυγίου. «Άντλησα φυσικά στοιχεία από τη δική μου εμπειρία σε αυτό το θέμα. Είμαι και παιδί χωρισμένων γονιών. Γενικά θεωρώ πως το διαζύγιο είναι μια διαδικασία που αντιμετωπίζουν πολλοί άνθρωποι και είναι ένα ενδιαφέρον θέμα που αξίζει να αναπτύξω σε έκταση. Έκανα πολλή έρευνα γύρω από το θέμα, μίλησα με δικηγόρους, συμβούλους γάμου και με φίλους για την εμπειρία που είχαν σε θέμα διαζυγίου. Πράγματι, αυτές οι συνομιλίες ήταν για μένα καθοριστικές και προσέφεραν στην ιστορία μου».

Νόα, Άνταμ και Σκάρλετ

«Ο Άνταμ και η Σκάρλετ είναι τόσο υπέροχοι! Έκαναν εκπληκτική προετοιμασία, κάναμε αρκετές πρόβες πριν το γύρισμα. Έχω μια τάση να κάνω αρκετές λήψεις στο γύρισμα γιατί θέλω να έχω όσο το δυνατόν περισσότερο υλικό είναι εφικτό για το αποτέλεσμα. Αν δεν έχεις όμως δύο καλούς ηθοποιούς σαν τον Άνταμ και τη Σκάρλετ, τότε δεν έχει νόημα. Μερικές σκηνές του έργου ήταν ιδιαίτερα απαιτητικές. Και οι δυο τους έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό! Τους ευχαριστώ πολύ για αυτό, είμαι πολύ ευγνώμων», δηλώνει υπερήφανος ο Μπάουμπακ.

Η Συνεργασία με τον Συνθέτη Ράντι Νιούμαν

Ο Μπάουμπακ είχε συνεργαστεί με τον συνθέτη Ράντι Νιούμαν (Toy Story, Pleasantville) ξανά στο «The Meyerowitz Stories (New and Selected)» το 2017. Για την «Ιστορία Γάμου», ο σκηνοθέτης ήξερε πως ήθελε ορχηστρικά κομμάτια για να «ντύσει» την ταινία του. «Είχα στο νου μου τις συνθέσεις του κορυφαίου Γάλλου μουσικού Ζορζ Ντελερού. Οι μουσικές του ήταν κάτι σαν αντίδραση σε αυτό που συνέβαινε στην ταινία. Ήταν πλούσιες, ρομαντικές και συγκινητικές. Ο Ράντι και εγώ τις εξετάσαμε και κάναμε κάτι αντίστοιχο στο τέλος».

Σύνδεση με την Υπόλοιπη Φιλμογραφία

Η σύνδεση της ταινίας «Ιστορία Γάμου» με τις υπόλοιπες ταινίες του σκηνοθέτη αφορά όπως λέει και ο ίδιος «τις προσδοκίες μας για τους εαυτούς μας, για τον καθένα μας, για τον κόσμο μας». Ένα από τα θέματα που τον έχουν απασχολήσει είναι η ευτυχία, με την παρουσία ή την απουσία της και τα εμπόδια που καλείται ο άνθρωπος να ξεπεράσει ώστε να την αποκτήσει. «Και επίσης, το θέμα της αναζήτησης της ταυτότητας, το πόσο μας απασχολεί να βρούμε τη θέση μας σε αυτόν τον κόσμο», συνοψίζει ο Μπάουμπακ. «Δύο θέματα που εγώ πιστεύω πως είναι σημαντικά».