Ο Αυστριακός πολυπρωταθλητής F1 που με γερμανική πειθαρχία και υπεράνθρωπη επιμονή ξεπερνούσε τον ανταγωνισμό, αλλά κυρίως τον εαυτό του, πέθανε σε ηλικία 70 ετών.

Ο Νίκι Λάουντα, ο πιλότος που το χαμηλής ανάλυσης τηλεοπτικό υλικό τoυ 1976 τον δείχνει να καίγεται αβοήθητος στα συντρίμια του αγωνιστικού του αυτοκινήτου, τελικά όχι μόνο βγήκε νικητής από το βαρύτατο ατύχημα αλλά επέστρεψε στα σιρκουί, τους τίτλους και τις νίκες σε λιγότερες από σαράντα ημέρες. Ο θρύλος της F1 δεν θα άφηνε ποτέ τον εαυτό του να επηρεαστεί από το φρικιαστικό ατύχημα που είχε τότε στην Γερμανία.

 

«Με βαθιά θλίψη ανακοινώνουμε ότι ο αγαπημένος μας Νίκι κατέληξε ήσυχα, τη Δευτέρα 20ή Μαΐου 2019, με τους οικείους γύρω του», ανέφερε σε δήλωσή της η οικογένεια των τεσσάρων παιδιών του από δύο γάμους.

Όλοι συμφωνούν ότι ο Λάουντα έγραψε ιστορία στο σπορ. Η μεθοδικότητά του στην προετοιμασία και η αποφασιστικότητά του στους αγώνες του τον διέκριναν πάντα.

Nurburgring 1976

Την 1η Αυγούστου 1976, ενώ συμμετείχε στο γερμανικό αγώνα του Νίρμπουργκρινγκ, το μονοθέσιό του έπεσε πάνω σ' ένα διαχωριστικό τοίχο και έπιασε φωτιά. Ο Λάουντα έμεινε παγιδευμένος για σχεδόν ένα λεπτό μέσα στο κόκπιτ πριν τελικά απεγκλωβιστεί αναίσθητος και ημιθανής.

Το φρικτό ατύχημα δεν τον νίκησε κι ο Νίκι Λάουντα, όλη του τη ζωή μαχητής, έζησε.

Έξι εβδομάδες αφότου ακόμη δεχόταν εντατικές ιατρικές περιποιήσεις και παρά το ότι ακόμα υπέφερε, αψηφώντας τα σοβαρά εγκαύματα στο πρόσωπό του, θα επανερχόταν αφήνοντας πολλούς άναυδους για να πάρει μέρος στο ιταλικό Γκραν Πρι. Εκείνη τη χρονιά, έδινε μάχη για τον τίτλο μέχρι τον τελευταίο αγώνα με τον Βρετανό playboy Τζέιμς Χαντ, ο οποίος και στέφθηκε τελικά παγκόσμιος πρωταθλητής.

Η επική αναμέτρηση Χαντ-Λάουντα, που αν μη τι άλλο αποκάλυψε τον επίμονο χαρακτήρα του Αυστριακού, έγινε επίκεντρο της ταινίας Rush (2013) από τον αμερικανό σκηνοθέτη Ρον Χάουαρντ.

 

Η ζωή συνεχίζεται σε γη και ουρανό

Το 1977, ο Λάουντα θα κέρδιζε για δεύτερη φορά τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή με Φεράρι. Σταμάτησε να συμμετέχει στους αγώνες το 1979, για να ιδρύσει τη Lauda Air, την πρώτη του αεροπορική εταιρεία εστιάζοντας στο άλλο του πάθος, τους αιθέρες. Τα σιρκουί, ωστόσο, δεν έπαψαν ποτέ να τον απασχολούν για να επιστρέψει πάλι στην F1 το 1982, αυτή τη φορά στο τιμόνι μιας McLaren. Με τη ΜακΛάρεν κατέκτησε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή το 1984, για τρίτη και τελευταία φορά. 

Μετά το τέλος της καριέρας του, ο Λάουντα συνέχισε να είναι πανταχού παρών στους κύκλους της F1. Υπήρξε σύμβουλος της Scuderia Ferrari, επικεφαλής της αγωνιστικής ομάδας της Jaguar, σχολιαστής της γερμανικής τηλεόρασης τα Σαββατοκύριακα των αγώνων, μη εκτελεστικός πρόεδρος της Mercedes AMG Petronas F1 Team — του ανήκε το 10% αυτής της τελευταίας.

Ακόμα μία τραγωδία

Ο Νίκι Λάουντα βρέθηκε πάλι στο επίκεντρο μιας τραγωδίας ως επικεφαλής της Lauda Air. Την 26η Μαΐου 1991, ένα Boeing 767 της δικής του αεροπορικής εταιρείας συνετρίβη λόγω βλάβης ενώ εκτελούσε το δρομολόγιο Μπανγκόκ-Βιένη και κανείς από τους 223 ανθρώπους δεν επέζησε.

70 Χρόνια και 3 Μήνες

Γεννημένος στις 22 Φεβρουαρίου 1949, από βιενέζικη μεγαλοαστική οικογένεια, ο Αντρέας Νικολάους Λάουντα, ή «Νίκι» όπως θα γινόταν παγκοσμίως γνωστός, δεν ήταν ούτε είκοσι όταν, χωρίς να ειδοποιήσει τους γονείς του, πήρε μέρος στον πρώτο του αγώνα οδηγώντας το Mini Cooper που του είχε χαρίσει η γιαγιά του. Παρά την αντίθετη γνώμη της οικογένειας, θα αφοσιωνόταν στο πάθος του.

Τα τοξικά αέρια που εισέπνευσε στο παραλίγο μοιραίο ατύχημα του 1976 επηρέασαν τον οργανισμό του. Έπειτα από δύο μεταμοσχεύσεις νεφρών το 1997 και το 2005, χρειάστηκε να υποβληθεί σε επείγουσα επέμβαση μεταμόσχευσης πνεύμονα τον Αύγουστο του 2018, αφού μολύνθηκε από ιό κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιμπίθα.

Εγχειρίστηκε στο γενικό νοσοκομείο της Βιένης, κατά σατανική σύμπτωση την επομένη της επετείου του ατυχήματός του, και συνήλθε μετά βίας. «Ήταν πολύ δύσκολο να επανέλθω. Συγκρίνεται μόνο με τα εγκαύματά μου μετά το ατύχημα στο Νίρμπουργκρινγκ», θα παραδεχόταν στην ελβετική εφημερίδα Blick. «Ήμουν νεκρός για λίγο. Αλλά ξαναζωντάνεψα».